- σπασίκλας
- ο, θηλ. σπασίκλα, Ν(για μαθητή) υπερβολικά μελετηρός, απορροφημένος αποκλειστικά από το διάβασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ- τού ρ. σπάω + μεγεθυντική κατάλ. -ικλας / -ικλα (πρβλ. τις διαλ. λ. ανοστίκλα [< άνοστος], αγανίκλα [< αγανός] κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.